- μάταιε
- μάταιοςvainmasc voc sgμάταιοςvainmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάται' — μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιε , μάταιος vain masc voc sg μάταιε , μάταιος vain masc/fem voc sg μάταιαι , μάταιος vain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεξις — ἔφεξις, ἡ (Α) [επέχω] 1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά;… … Dictionary of Greek